< ἀφάρπαξ
ἀφάρυμος· >
ἀφάρτερος
,
-α, -ον
compar. sobre adv. ἄφαρ q.u.
más rápido
ἵπποι ... ἀφάρτεροι
Il
.23.311,
ἀφάρτερα γούνατ'
Dionysius 6b.2.