ἀφάρμακτος, -ον
I no ungido con algún fármaco
ἀφαρμάκτῳ χροΐNic.Th.115.
II
κύλιξLuc.DMort.17.2,
ποταμόςNonn.D.22.78.
2 inmune al veneno
ἀφάρμακτοι ... τὴν φύσιν εἰσίνProcl.in Alc.258.
ἀφαρμάκτῳ χροΐNic.Th.115.
κύλιξLuc.DMort.17.2,
ποταμόςNonn.D.22.78.
ἀφάρμακτοι ... τὴν φύσιν εἰσίνProcl.in Alc.258.