< ἀφαντόω
ἀφάπαξ >
ἀφάντωσις
,
-εως, ἡ
desaparición
δι' ὀλίγου σπινθῆρος ἡ αὐτοῦ (φωτός) ἀ. τῆς ἀνατροπῆς γενήσεται
Epiph.Const.
Haer
.45.4.8.