< ἀφυσιολόγητος
ἀφυσμός· >
ἀφυσιόλογος
,
-ον
no versado en la ciencia natural
μηδὲ ἰδιώτῃ καὶ <ἀ>φυσιολόγῳ συμφλυαρεῖν
M.Ant.9.41.