ἀφυπνόω
1 despertarse
ἀφυπνῶσαι ἀκούωνAP 9.517 (Antip.Thess.), cf. Ant.Diog.111a.14.
2 dormir(se)
ἐπειδὰν ἀφυπνώσειε, βελόναις ... τὸ σῶμα διαπειρόμενος ... μόλις ... ἐξανίστατοMemn.4.7,
πλεόντων αὐτῶν ... ἀφύπνωσεEu.Luc.8.23, cf. Vit.Aesop.G 127, Herm.Vis.1.1.3, A.Andr.et Matt.16 p.84, Ephr.Syr.3.314A,
ὁ δὲ κύων ... ἀφύπνωσεAesop.268.2, del águila de Zeus sobre el cetro, Sch.Pi.P.1.10b, cf. I.4.33c,
τοὺς πόδας ψυχόμενοι ῥαδίως ἀφυπνοῦσινpara combatir el insomnio, Paul.Aeg.1.98,
ἀφυπνωκότος καὶ ἠρεμοῦντος τοῦ σώματοςIren.Lugd.Haer.2.33.1, en v. med.
ὡς ... ἀφυπνωμένους διαλάθοιενHld.9.12.2 (cj.).