ἀφυβρίζω
I
A.- νῦν πῖθι, νῦν ἀφύβρισον. B.- ἤν, ἀφύβρικαMen.Fr.319
•fig. del vino nuevo, comparado c. un hombre joven
οἶνον τὸν νέον πολλή 'στ' ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνδρ' ἀποζέσαι ... ἀφυβρίσαι τ'Alex.45.4,
παροινεῖν ... καὶ ἀφυβρίζεινAgath.4.19.6.
2 c. ac. entregarse desmedidamente a los placeres
ἀφύβριζεν εἰς ταῦταPlu.Demetr.19, cf. Agath.1.20.11.
II remitir la furia, amainar
δύο ... ἐπιμείναντες ἡμέρας, ἕως ἂν ἀφυβρίσῃ τὸ πέλαγοςSynes.Ep.5 p.20.