< Ἄφροι
ἀφρόλιτρον >
ἀφρόκομος
,
-ον
espumeante
ῥαθάμιγξ
Nonn.
D
.2.618, 9.48, Musae.262,
στόματα
Nonn.
D
.46.161,
χείλη
Nonn.
D
.45.326.