ἀφράδμων, -ον
• Alolema(s): ἀφράσμων A.A.1401
• Prosodia: [-ᾰδ-]


1 insensato, loco ἄνθρωποι h.Cer.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.

2 adv. -ως sin lógica Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno A.Pers.417.