< ἀφροσύνη
ἀφρουρέω >
ἀφροτόκος
,
-ον
espumeante
,
que produce espuma
ἀφροτόκοι κενεῶνες ἐφοινίσσοντο θαλάσσης
Nonn.
D
.45.156, cf.
Eleg.Adesp
. en
POxy
.3723.2.