ἀφροντιστέω
1 no preocuparse de, despreciar c. gen.
εὐπρεπίηςHp.Praec.13,
τῶν ἀρχόντωνPl.Lg.885a,
ψόγουX.Smp.8.33,
τῆς ξὺν ἡμῖν τάξεωςX.An.5.4.20 (ap. crít.),
μηδενόςPlb.9.13.1,
οὐδὲ ... τῆς πόλεως ἠφροντίστησενIPr.108.105 (II a.C.),
τῆς φιλοδοξίαςIPr.114.17 (I a.C.),
συκοφαντίαςHld.8.8.4
•c. prep.
ὑπὲρ τῆς βασιλείαςPhilostr.VA 1.38
•c. inf.
ἀφροντιστέοντες περὶ αὐτέων λαμβάνεινHp.Praec.7.
2 abs. ser despreocupado
ἀφροντιστῶν δὲ καὶ ἀπειθῶνPl.Lg.917c,
ἐξήγαγε τοὺς Ῥωμαίους ἀφροντιστοῦνταςD.C.40.21.1.