< ἀφρόλιτρον
ἀφρόνευσις >
ἀφρονεύομαι
volverse insensato
,
embrutecerse
οἱ ποιμένες
LXX
Ie
.10.21,
πρὸς τὸν θεόν
Sm.
Ib
.1.22, cf. Porph.
Paral
.p.238.