ἀφριόεις, -εσσα, -εν
espumeante
ἐν δὲ γάλακτος ἀφριόεν νέμε τεῦχοςNic.Al.206,
γένειονAP 7.531 (Antip.Thess.)
•neutr. subst. (τὸ) ἀφριόεν la espuma marina, el mar
ἐπ' ἀφριόεντι δὲ Νερεὺς πλᾶζε τ[ρ]ίαιναν [ἔ]χων ... ἄνθεσιν ἄχναςHymn.Is.164 (Andros).