< Ἀφρική
ἀφρῖνον· >
ἀφρικτί
adv.
sin temblar
,
sin miedo
οὐδέποτ' ἀ. μακάρων ὁρόωσι (Κύκλωπας) θύγατρες
Call.
Dian
.65.