ἀφραίνω


1 desvariar, ser un necio σ' ἀφραίνοντα κιχήσομαι Il.2.258, ἀφραίνει ξεῖνος Od.20.360, ἀφραίνων κακίην οὐ δύναται κατέχειν Thgn.322, cf. 693, θεὰς ἀφραίνοντα θεημάχον ἄνδρα δοκεύων Nonn.D.36.355
de una ciu. πόλις ... κατὰ κόσμον οἰκεοῦσα ... κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης Phoc.4.2.

2 ser necio, ignorante en sent. fil. ref. al profano, Chrysipp.Stoic.3.166, S.E.M.11.94, Plot.5.8.3.