< Ἄφραστος
ἀφραστύς >
ἀφραστότης
,
-ητος, ἡ
inefabilidad
crist.
τοῦ Λόγου τὴν ἀτρεπτότητα καὶ τὴν ἀφραστότητα ὁμολογοῦσι
Ath.Al.M.26.1164B.