ἀφοδεύω


defecar, evacuar ὅταν δὲ θέλῃ ἀφοδεύειν, ἐπὶ λασάνοισιν ... ἀφοδευέτω Hp.Fist.9, cf. Epid.7.10, Pl.Com.5, Luc.VH 1.23
ref. a anim. ἀφοδεύουσι δ' αἱ μέλιτται Arist.HA 627a10, ἀφώδευσαν τὰ στρουθία LXX To.2.10.