ἀφοβία, -ας, ἡ
1 impavidez, intrepidez
τῆς δὲ ἀφοβίας καὶ τοῦ λίαν θαρρεῖνPl.Lg.649a,
ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμοςArist.EN 1107b1,
ἐπιστώσαντο τὴν ἀφοβίανOnas.13.3, cf. Plu.Cleom.30, Cor.18,
ἐκέλευσε τῷ σαλπιγκτῇ ὑποσημῆναι σημεῖον ἀφοβίαςPolyaen.4.3.26,
ἀ. μεγίστη τὸ φοβεῖσθαι τοὺς νόμουςSynes.Ep.2, cf. D.P.Au.1.32
•c. gen. impavidez ante
τῶν μελλόντωνEpicur.Ep.[4] 122.8,
θανάτουPlot.1.6.6.
2 falta de temor a Dios, impiedad Thdt.M.80.952A.