< ἀφλύαρος
Ἀφναΐς >
ἀφλυκταίνωτος
,
-ον
carente de ampollas
o
pústulas
ὥστε ἀφλυκταίνωτα διατηρεῖν τὰ πεπονθότα μέρη
Dsc.5.156.