ἀφιέρωμα, -ματος, τό
objeto consagrado, exvoto
τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματαEus.VC 3.51, cf. LC 18, PE 4.2.7, A.Andr.A 11 (ap. crít.).
τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματαEus.VC 3.51, cf. LC 18, PE 4.2.7, A.Andr.A 11 (ap. crít.).