< ἀφιλοχρήματος
ἀφιματόω >
ἀφιλόψυχος
,
-ον
temerario
subst. τὸ ἀ.
desprecio de la vida
,
temeridad
ἐπιδεικνύναι τὸ φιλοκίνδυνον κἀφιλόψυχον
Plu.2.761c.