< ἀφιλοπόνητος
ἀφιλοπραγμόνως >
ἀφιλόπονος
,
-ον
no laborioso
,
poco afanoso
οὔτ' ἀφιλοπονώτερος φαίνεται γεγονέναι τῶν ... συγγραφέων
Plb.12.26f.4.