< ἀφιλέταιρος
ἀφιλήδονος >
ἀφιλέχθρως
adv.
sin inclinación a la enemistad
μάχονται οἱ ἄνθρωποι ... ἀ.
Sch.
Od
.8.77,
ἀ. καὶ φιλαλήθως
Tz.
ad Hes
.10.