< ἀφίλαρχος
ἀφίλαυτος >
ἀφιλάσκομαι
sosegar
,
apaciguar
c. ac.
τὸν θυμόν
Pl.
Lg
.873a
•
abs.
ἀφειλαξόμενόν φασιν ἀναθεῖναι χρυσοῦν ὄφιν
Polystr.
Contempt
.12.9.