ἀφιλάλληλος, -ον
1 adj. falto de amor recíproco
ἀφιλάλληλοί τε καὶ ἀφιλοικτίρμονεςCyr.Al.M.71.112C.
2 adv. -ως sin amor mutuo
διαλλακτὴς εἰς εἰρήνην τοῖς ἀ. διεστηκόσινCyr.Al.M.69.401D.
ἀφιλάλληλοί τε καὶ ἀφιλοικτίρμονεςCyr.Al.M.71.112C.
διαλλακτὴς εἰς εἰρήνην τοῖς ἀ. διεστηκόσινCyr.Al.M.69.401D.