< ἀφῐλοστάχῠος
ἀφιλοστοργία >
ἀφιλοστοργέω
carecer de afecto para los demás
ἀνέξεται δὲ οὐδαμῶς ἀφιλοστοργούντων ἄγαν
Cyr.Al.M.70.501A.