< ἀφιλοσόφητος
ἀφιλόσοφος >
ἀφιλοσοφία
,
-ας, ἡ
desprecio de la filosofía
ἀ. ἕξις καθ' ἣν ὁ ἔχων μισολόγος ἐστίν
Pl.
Def
.415e.