< ἀφιλόμαχος
ἀφιλονείκητος >
ἀφιλομουσία
,
-ας, ἡ
falta de interés por la música
νυνὶ δὲ τοσαύτης ἐπιπολαζούσης ... ἀφιλομουσίας
Aristid.Quint.65.19.