< ἀφιλόθηρ
ἀφιλοκαγαθία >
ἀφιλοικτίρμων
,
-ον
• Morfología:
[gen. -ονος]
1
cruel
,
despiadado
Cyr.Al.M.71.112C, Hsch.
2
adv. -μόνως
sin piedad
κολάζεσθαι δεῖν ἀ.
Cyr.Al.M.68.421B.