< ἀφιλόδοξος
ἀφιλόθεος >
ἀφιλοθεΐα
,
-ας, ἡ
enemistad con Dios
εἰς λῆξιν ἁπάσης ἀφιλοθεΐας ἐλαύνουσαν
Cyr.Al.M.70.1264B.