< ἀ[φιλοδο]ξέω
ἀφιλόδοξος >
ἀφιλοδοξία
,
-ας, ἡ
indiferencia a la gloria
ὑπογραμμὸς γὰρ ἡμῖν ἀφιλοδοξίας εὑρίσκεται Χριστός
Cyr.Al.M.73.461B.