< ἀφιλεργής
ἀφιλέταιρος >
ἀφιλεργία
,
-ας, ἡ
odio al trabajo
,
pereza
ἐπὶ δειλίᾳ τε καὶ ἀφιλεργίᾳ
Cyr.Al.M.72.652B,
ἀ. πνευματική
Cyr.Al.M.70.596C.