< ἀφιλανθρώπητος
ἀφιλάνθρωπος >
ἀφιλανθρωπία
,
-ας, ἡ
carencia de sentimientos humanos
ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀδικίᾳ ... ἀ.
Arist.
VV
1251
b
3, cf. Phld.
Oec
.p.68.