ἀφιδρόω
sudar
κεφαλὴν ἀφιδρώσαντεςHp.Epid.7.58,
εἶτα γυμναζέσθω καὶ ἀφιδρούτωHp.Acut.(Sp.) 62,
οὐ κουφίζεται τὸ σῶμα, ἐὰν μὴ ἀφιδρώσῃ;Arist.Pr.868a37,
ὥσπερ πύκτης ἀφίδρωσον ... καὶ κίνησον τὸ θέατρονPl.Com.167
•en v. med.-pas. ser exudado
τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ... κλήματος ἀφιδρούμενον (ἰχώρ)Dsc.5.1.