< ἀφθῐτοεργός
ἀφθῐτόμῑσος >
ἀφθῑτόμητις
,
-ιος, ὁ
que es consejero inmortal
Χρόνος
Orph.
Fr
.66,
Λόγος
Gr.Naz.M.37.913A.