ἀφθονία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Emp.B 78, GDRK 60
I
εἰς ἀφθονίαν ... σιτία καὶ ποτάcomida y bebida en abundancia X.An.7.1.33, op.
ἀπορίαIsoc.12.90, cf. GDRK l.c., gener. c. gen.
μήτιοςPi.N.3.9,
καρπῶνEmp.l.c.,
ἀνθρώπωνPl.Ap.23c,
τῶν ὠφελούντωνPl.Ap.24e,
δίκηςPl.Lg.713e,
καρποῦ μὲν ἀφθονίαν, φρενῶν δὲ ἀφορίανX.Smp.4.55,
ἱερείωνX.Cyr.1.4.17,
ἀφθονίαν ... συνεξαμαρτάνειν βουλομένωνIsoc.15.224,
κακῶνMen.Fr.623.3,
κατηγοριῶνD.21.102, cf. 8.67, 20.26,
ναυτῶνArist.Pol.1327b12,
σίτουPlb.2.15.1,
παραδειγμάτωνPlu.2.768b,
τροφῶνD.C.60.11.1.
2 generosidad, esplendidez
πᾶσι τοῖς φίλοις ... ἐπιδεικνύω ἀφθονίανX.Smp.4.43,
δι' ἀφθονίας καὶ ἀζηλίαςClem.Al.Strom.2.18.87
•c. inf. gran posibilidad o disposición
προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκεινPl.Prt.327b,
ἀφθονίας οὔσης ... ὀργίζεσθαιLys.12.2,
ἀφθονία ἦν ... καταπίνεινTelecl.1.10.
II ingenuidad, falta de malicia
εὑροῦσα ... αἰπολικὴν ἀφθονίανal encontrar una rústica ingenuidad de Dafnis, Longus 3.18.3, cf. Hsch.