ἀφησυχάζω
1 intr. estarse quieto, tranquilo, no hacer nada
δμῶες ... πτοηθέντες ἀφησυχάζουσιHp.Ep.12,
εἰ δ' ἐμμείνας τοῖς λογισμοῖς ἀφησυχάζοιPlb.2.64.5,
ὅταν μὴ ἀφησυχά[σῃCPR 1.232.4 (II/III d.C.),
μὴ δυναμένη ἀφησυχάζεινPGoodsp.Cair.15.24, PLond.1651.15, PAmh.141.15 (IV d.C.),
οὐκ ἀπεισύχασα (sic), ἀλλὰ ... ἐμαρτυράμηνPCair.Isidor.70.8 (VI d.C.).
2 tr. desentenderse, dejar de lado
τὰ πλήθη τῶν ἄλλωνPh.2.3.