< ἀφηνιαστής
ἀφηνιάω >
ἀφηνιαστικός
,
-ή, -όν
rebelde
subst. τὸ ἀ.
rebeldía
τὸ σκιρτητικὸν καὶ ἀφηνιαστικὸν ἀποθεμένους
Cyr.Al.M.69.868C, cf. Origenes
Io
.10.29.