< ἀφημερεύω
ἀφήμερος >
ἀφημερινός
,
-ή, -όν
diario
,
cotidiano
πυρετός
Alex.Aphr.
Pr
.1.83, cf. Aristid.Quint.106.11,
Theol.Ar
.52,
νόσος
Heph.Astr.1.20.31.