< ἀφήλικος
ἀφῆλιξ >
ἀφηλικότης
,
-ητος, ἡ
• Alolema(s):
ἀφηλικιότης
Eust.1282.24
niñez
,
infancia
,
PLond
.113.1.18, 25, 1708.215 (VI d.C.), Eust.l.c.