ἀφηγηματικός, -ή, -όν


1 narrativo, que narra λόγος Hermog.Id.1.10 (p.276), σχήματα Aristid.Rh.1.500, cf. D.H.Rh.1.8.

2 adv. -ῶς en forma narrativa παραδεξάμενος ... τοὺς λόγους ἀφηγηματικῶς Procl.in Prm.625, cf. Sch.Luc.Dem.Enc.2.