< ἀφεκτέος
Ἀφεκοῦ πύργος >
ἀφεκτικός
,
-ή, -όν
subst. τὸ ἀφεκτικόν
abstinencia
τοῦ κακοποιεῖν
M.Ant.1.3
•
ὁ ἀ.
abstinente
Arr.
Epict
.2.22.20.