ἀφαντασίωτος, -ον
carente de imaginación
τὴν ἔμψυχον φύσιν ἔχειν τὸ μὲν φανταστικόν, τὸ δὲ ἀφαντασίωτονPlu.2.960d, cf. Cat.Cod.Astr.7.215.7.
τὴν ἔμψυχον φύσιν ἔχειν τὸ μὲν φανταστικόν, τὸ δὲ ἀφαντασίωτονPlu.2.960d, cf. Cat.Cod.Astr.7.215.7.