< ἀφαιρετικός
ἀφαιρετός >
ἀφαιρέτις
,
-ιδος, ἡ
la que aparta
,
la que quita
(Μοῖραι) παντοδότειραι, ἀφαιρέτιδες, θνητοῖσιν ἀνάγκη
Orph.
H
.59.18.