ἀφαιρέτης, -ου, ὁ
el que quita o se lleva c. gen.
χρόνωνde Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.Tetr.4.6.1,
ἐγὼ ἁμαρτιῶν ἔνοχος, αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ.Hippol.Theoph.3
•ladrón
λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστήςSch.Od.13.224, Sud.s.u. ἐξαίτης.
χρόνωνde Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.Tetr.4.6.1,
ἐγὼ ἁμαρτιῶν ἔνοχος, αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ.Hippol.Theoph.3
λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστήςSch.Od.13.224, Sud.s.u. ἐξαίτης.