ἀτῑμόω


1 despreciar, desdeñar ἔριν γυναικῶν A.Supp.645, τὴν ἄραν μου LXX Ez.17.16, cf. 18, 19, en v. pas. βροτοῖς ἀτιμωθὲν οἴχεται γένος A.Ch.636, ὡς ἀνάξι' ἠτιμώμεθα ¡cuán indignamente soy tratado! E.Hel.455, cf. Hdt.4.66, τὰς μὲν (πόλεις) ἀτιμωθήσεσθαι Isoc.5.64, ἔργον ἠτιμωμένον LXX 1Re.15.9, ἀπέστειλαν ἠτιμωμένον Eu.Marc.12.4 (ap. crít.), θυγάτηρ ἠτιμωμένη fig. de Sión, LXX Le.38.22.

2 privar de derechos cívicos, proscribir ἰδιότν οὐδένα ἀτιμσ IG 13.40.6 (V a.C.), ἐξήλασ' ἀτιμώσας Ar.Pax 742, cf. X.Ath.1.14, τοὺς δὲ ... ἠτίμωσαν And.Myst.106, cf. Is.5.19, 8.41, Lys.6.25, Hyp.Eux.34, D.18.82, 19.257, Theopomp.Hist. en Phot.α 3087, D.C.56.23.2, τοὺς ἄρχοντας App.BC 2.129, cf. Hld.4.20.2
en v. pas. perder toda consideración social, ser privado de los derechos cívicos εἴ τις τίμτ[ο IG 13.118.15 (V a.C.), πάσχων δὲ τοιάδε ἠτίμωτο. οὔτε οἱ πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο Hdt.7.231, οἱ μὲν γὰρ ἀτιμοῦνται τε καὶ χρήμασι ζημιοῦνται Antipho 2.4.7, cf. Pl.R.553b, X.Ath.3.12, ἐὰν γὰρ μὴ ἀτιμωθῇ ὁ ἐνδείξας ἐμέ And.Myst.33, cf. Hyp.Phil.12p.67, πολὺ γὰρ ἀθλιώτερον παρὰ τοῖς αὑτοῦ πολίταις ἠτιμωμένον οἰκεῖν ἢ παρ' ἑτέροις μετοικεῖν Isoc.16.47, cf. Arist.Ath.53.6, D.19.284, D.C.44.46.4.