ἀτόπημα, -ματος, τό
1 algo fuera de lugar, absurdo
αὐτοί μοι δοκοῦσι τούτων αἰσθόμενοι τῶν ἀτοπημάτων εἰς τὴν ἀπονίαν ... ὑποφεύγεινPlu.2.1089d,
μετριώτερα τῶν Διονυσίου ἀτοπημάτωνS.E.M.1.80
•tontería, necedad
πάντες ἂν εἰς μανείαν (l. μανίαν) καὶ εἰς ἕτερα ἀτοπήματα κατέτρεχονPLugd.Bat.17.17.7 (VI d.C.) en BL 6.73
•desarreglo
πρὸς ἀ. τι τῶν γυναικῶνHsch.s.u. γλυκυσίδη.
2 agravio, ofensa, delito
περὶ ὧν εἰς ἡμᾶς διεπράξατο ἀτοπημάτωνPTeb.303.11 (II d.C.),
τοὺς ἐπί τινι ἀτοπήματι καταδικασθέντας θανεῖν νενόμιστοD.C.Epit.7.21.9,
ὅσων γὰρ ἀτοπημάτων ἔνοχος φαίνεταιRh.1.618.5, cf. PCair.Isidor.65.9, 67.14 (III d.C.), POxy.1557.6 (III d.C.), PLaur.60.11 (III d.C.), Procop.Pers.1.24, Sch.Ar.V.1001
•falta, descuido en el desempeño de un cargo
ὡς μηδὲν ἀ. γενέ[σ]θαιPSI 734.24.7 (III d.C.).
3 accidente, desgracia
μὴ ἀσφαλῶς [ἔχοντας το]ῦ τύχου (l. τοίχου) ἀτόπημά τι συνβη[...] ἐνίοιςPRainer Cent.84.17 (IV d.C.).