< ἄτοξος
ἀτοπέω >
ἀτόπαστος
,
-ον
improbable
s. cont., A.
Fr
.119
•
increíble
οὐ]κ αὖ ἀτόπα[στον τοῦτο
Phld.
Adul
.7.11G.