< ἀτονόω
ἄτοξος >
ἀτόξευτος
,
-ον
fuera del alcance de las flechas
πρὸς ... πέτρας ἀτοξεύτους, ... παραπεμπόμενος (Ἀλέξανδρος)
Plu.2.326e.