< ἀταρίχευτος
Ἄταρνα >
ἀτάρμυκτος
,
-ον
que no teme
,
intrépido
ὄμμα
Euph.160,
ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ
Nic.
Al
.161, cf. Hsch.
• Etimología:
V. ταρμύσσω.