ἀτάρβητος, -ον
1 ref. a pers. que no conoce el miedo, intrépido
ἐνὶ στήθεσσι ἀ. νόος ἐστίνIl.3.63,
ἀτάρβητον Διὸς υἱόνHes.Sc.110, cf. Emp.B 44, A.Fr.199.1, Triph.137, Q.S.7.383, Nonn.D.45.216, IG 7.96.4 (Mégara IV d.C.).
2 ref. a acciones arriesgado
ἵστορ ἀταρβήτων, Ἡρακλέες, καμάτωνIG 14.1003.2.
3 adv. -ως audaz, intrépidamente
ἐχθρῶν δ' ὕβρις ὧδ' ἀταρβήτως ὁρμᾶτ'S.Ai.196.